- ψυχόλεθρος
- ψυχόλεθροςthe death of the soulmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχόλεθρος — ὁ, Α ο όλεθρος, ο θάνατος τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ὄλεθρος «καταστροφή»] … Dictionary of Greek
ψυχόλεθρον — ψυχόλεθρος the death of the soul masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχολεθρία — ἡ, Μ [ψυχόλεθρος] όλεθρος τής ψυχής ή, γενικά, τών ψυχών … Dictionary of Greek